θωρακοφόρους

θωρακοφόρους
θωρᾱκοφόρους , θωρακοφόρος
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρέιτερς — Είδος ιππικού που εμφανίστηκε στους μισθοφορικούς στρατούς της Δυτ. Ευρώπης τον 16o αι., παράλληλα με τους θωρακοφόρους και τους δραγώνους, και αντικατέστησε το βαρύ ιππικό των ιπποτών. Η λέξη προέρχεται από τη γερμανική λέξη reiter που σημαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”